- φωτοευαισθητοποίηση
- η, Ν1. ιατρ. σύνολο παθολογικών δερματικών εκδηλώσεων που οφείλονται στον σχηματισμό, υπό την επίδραση τού φωτός, στο δέρμα ουσιών στις οποίες αυτό παρουσιάζει ανοσολογική αντίδραση2. χημ. διεργασία έναρξης μιας χημικής αντίδρασης με τη χρησιμοποίηση ορισμένης ουσίας, που έχει την ικανότητα να απορροφά το φως, μεταδίδοντας την ενέργειά του στα επιθυμητά αντιδρώντα σώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοευαισθησία + -ποίηση (< -ποιώ*)].
Dictionary of Greek. 2013.